κεράσαν — κεράννυμι mix aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακέραστος — η, ο αυτός τον οποίο δεν κέρασαν: Αυτόν τον είχαν ξεχάσει ακέραστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)